- πλέως
- πλέως, πλέᾱ, πλέων, pl. πλέῳ, πλέᾳ, πλέᾱ; [dialect] Ion. [full] πλέος, -έη, -έον; [dialect] Ep. [full] πλεῖος, η, ον (Hom. uses πλέον only in Od.20.355); [var] contr. fem. πλῆ Hdn.Gr.2.912: ([etym.] πίμ-πλη-μι):—A full, filled, c. gen., πλεῖαί τοι οἴνου
κλισίαι Il.9.71
;νηῦς πλείη βιότοιο Od.15.446
;εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή 20.355
, cf. 4.319, 17.605;πλείη γαῖα κακῶν Hes.Op.101
;τάφρος πλέη ὕδατος Hdt.1.178
;στρατιῆς ἅπαντα πλέα Id.8.4
;λήματος πλέος Id.5.111
; θράσους πλέως, φόβου πλέα, etc., A. Pr.42, E.Med.263, etc.;ἀναιδείας πλέαν S.El.607
;ἔπη μωρίας πολλῆς πλέα Id.Aj.745
; λήθης, ταραχῆς π., Pl.R.486c, 391c;φροντίδων πάντα π. Antipho Soph.49
.2ῥάκη νοσηλείας πλέα
infected with . . ,S.
Ph. 39;ἀτιμίας πλέως Cratin.9
; ἀχθόμενος ὅτι πλέα σοι ἀπ' αὐτῶν [τῶν βρωμάτων] ἐγένετο [ἡ χείρ] X.Cyr.1.3.5.II abs., full,πλείοις δεπάεσσι Il.8.162
, etc.;κνέφαλλον πλέων IG12.330.22
.2 of Time, full, complete, δέκα πλείους ἐνιαυτούς ten full years, Hes.Th. 636; ἤματος ἐκ πλείου, πλέῳ ἤματι, the longest day, Id.Op.778, 792: [comp] Comp.πλειότερος Od.11.359
, Arat.1080, Call.Fr.51 P., Poet. ap. Et.Gen.3 πλείην· ἔγκυον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.